- παίδωσις
- παίδωσις, εως, ἡ,A adoption (Elean word), Inscr.Olymp.59.9, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παίδωσις — παίδωσις, ἡ (Α) υιοθέτηση, υιοθεσία … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
παιδώσεως — παιδώσεω̆ς , παίδωσις adoption fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)